Anonymous

ὀνομαίνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομαίνω:''' Ιων. μέλ. [[οὐνομανέω]], αόρ. αʹ [[ὠνόμηνα]], Επικ. [[ὀνόμηνα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> Επικ. και Ιων. αντί [[ὀνομάζω]], [[ονομάζω]] ή [[καλώ]] ονομαστικά· λέγεται για πράγματα, [[κατονομάζω]], [[απαριθμώ]], [[επαναλαμβάνω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], [[προφέρω]], λέω, [[μιλώ]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μέλ., [[υπόσχομαι]] ότι θα κάνω [[κάτι]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ορίζω]], [[διορίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀνομαίνω:''' Ιων. μέλ. [[οὐνομανέω]], αόρ. αʹ [[ὠνόμηνα]], Επικ. [[ὀνόμηνα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> Επικ. και Ιων. αντί [[ὀνομάζω]], [[ονομάζω]] ή [[καλώ]] ονομαστικά· λέγεται για πράγματα, [[κατονομάζω]], [[απαριθμώ]], [[επαναλαμβάνω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], [[προφέρω]], λέω, [[μιλώ]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μέλ., [[υπόσχομαι]] ότι θα κάνω [[κάτι]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ορίζω]], [[διορίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομαίνω:''' дор. ὀνῠμαίνω (fut. ὀνομᾰνῶ - эп. ὀνομᾰνέω, aor. [[ὠνόμηνα]] - эп. [[ὀνόμηνα]]) Hom., HH, Hes., Her. = [[ὀνομάζω]].
}}
}}