Anonymous

κρατητικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(21)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρατητικός]], -ή, -όν (Α) [[κρατώ]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να επικρατεί, να νικά («[[νίκη]] [[δύναμις]] κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που συντελεί σε [[παρεμπόδιση]], αναχαιτιστικός, [[συγκρατητικός]] («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).
|mltxt=[[κρατητικός]], -ή, -όν (Α) [[κρατώ]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να επικρατεί, να νικά («[[νίκη]] [[δύναμις]] κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που συντελεί σε [[παρεμπόδιση]], αναχαιτιστικός, [[συγκρατητικός]] («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰτητικός:''' <b class="num">1)</b> одерживающий верх (περὶ ἀγωνίαν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> овладевающий (τοῦ λογιζομένου Plat.).
}}
}}