Anonymous

ὕπαιθα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπαιθᾰ:''' ([[ὑπαί]]), επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> έξω και [[κάτω]] από, [[πλαγίως]], προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> πρόθ. με γεν., [[κάτω]] από, στην [[άκρη]], στο ίδ.
|lsmtext='''ὕπαιθᾰ:''' ([[ὑπαί]]), επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> έξω και [[κάτω]] από, [[πλαγίως]], προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> πρόθ. με γεν., [[κάτω]] από, στην [[άκρη]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπαιθᾰ:''' <b class="num">I</b> adv. вбок, в сторону, прочь (λιάζεσθαι Hom.).<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. рядом с (ὕ. τινος Hom.).
}}
}}