3,277,121
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόκειμαι:''' χρησιμ. ως Παθ. του [[ὑποτίθημι]], με μέλ. <i>ὑποκείσομαι</i>, [[αλλά]] αόρ. αʹ <i>ὑπετέθην</i>· [[κείτομαι]], βρίσκομαι [[κάτω]] από ή από [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· με δοτ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με διάφορες μεταφ. σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> υποβάλλομαι στα μάτια ή στο νου, δηλ. υποβάλλομαι ή προτείνομαι σε κάποιον, σε Πίνδ.· <i>αἱ ὑποκείμεναι ἐλπίδες</i>, οι παρούσες ελπίδες κάποιου, σε Δημ.· ὑπόκειταί μοι [[ὅτι]]..., έχω καθορίσει τον κανόνα ότι..., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> τίθεμαι ή θεωρούμαι, λαμβάνομαι ως [[υπόθεση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τούτων ὑποκειμένων</i>, ισοδύν. προς το Λατ. his positis, στον ίδ.· απρόσ., <i>ὑπόκειται</i>, [[ένας]] κανόνας έχει τεθεί, σε Δημ.· ὑποκείσθω [[ὅτι]]..., ας ληφθεί σαν δεδομένο ότι..., σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> υποδεικνύομαι, προτείνομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[υπολείπομαι]] στο [[βάθος]], [[απομένω]], [[παραμένω]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[υπόκειμαι]] σε, είμαι [[υποτελής]] σε, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[υποκλίνομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> αφήνομαι ως [[ενέχυρο]], δεσμεύομαι, ενεχυριάζομαι ή υποθηκεύομαι, <i>τινος</i>, για συγκεκριμένο [[ποσό]], σε Δημ. κ.λπ.· <i>ὑποκείμενοι</i>, λέγεται για πρόσωπα, αυτοί που υποχρεώνονται να πληρώσουν ένα χρηματικό [[ποσό]], εγγυητές, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> βρίσκομαι [[κάτω]] από, [[αποτελώ]] τη [[βάση]], όπως το [[υπόστρωμα]], [[υπέδαφος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">8.</b> είμαι υποκείμενος, [[κατώτερος]], δευτερεύων, στον ίδ. | |lsmtext='''ὑπόκειμαι:''' χρησιμ. ως Παθ. του [[ὑποτίθημι]], με μέλ. <i>ὑποκείσομαι</i>, [[αλλά]] αόρ. αʹ <i>ὑπετέθην</i>· [[κείτομαι]], βρίσκομαι [[κάτω]] από ή από [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· με δοτ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με διάφορες μεταφ. σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> υποβάλλομαι στα μάτια ή στο νου, δηλ. υποβάλλομαι ή προτείνομαι σε κάποιον, σε Πίνδ.· <i>αἱ ὑποκείμεναι ἐλπίδες</i>, οι παρούσες ελπίδες κάποιου, σε Δημ.· ὑπόκειταί μοι [[ὅτι]]..., έχω καθορίσει τον κανόνα ότι..., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> τίθεμαι ή θεωρούμαι, λαμβάνομαι ως [[υπόθεση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τούτων ὑποκειμένων</i>, ισοδύν. προς το Λατ. his positis, στον ίδ.· απρόσ., <i>ὑπόκειται</i>, [[ένας]] κανόνας έχει τεθεί, σε Δημ.· ὑποκείσθω [[ὅτι]]..., ας ληφθεί σαν δεδομένο ότι..., σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> υποδεικνύομαι, προτείνομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[υπολείπομαι]] στο [[βάθος]], [[απομένω]], [[παραμένω]], σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[υπόκειμαι]] σε, είμαι [[υποτελής]] σε, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[υποκλίνομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> αφήνομαι ως [[ενέχυρο]], δεσμεύομαι, ενεχυριάζομαι ή υποθηκεύομαι, <i>τινος</i>, για συγκεκριμένο [[ποσό]], σε Δημ. κ.λπ.· <i>ὑποκείμενοι</i>, λέγεται για πρόσωπα, αυτοί που υποχρεώνονται να πληρώσουν ένα χρηματικό [[ποσό]], εγγυητές, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> βρίσκομαι [[κάτω]] από, [[αποτελώ]] τη [[βάση]], όπως το [[υπόστρωμα]], [[υπέδαφος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">8.</b> είμαι υποκείμενος, [[κατώτερος]], δευτερεύων, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόκειμαι:''' <b class="num">1)</b> лежать или находиться внизу, снизу, ниже или в основании: ὑποκείμενα ἐρείσματα Arst. находящиеся внизу подпорки; οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται Thuc. фундамент сложен из различных каменных пород; ἡ κρηπὶς ὑποκειμένη τινί Plat. основание чего-л.; ὑ. τινι Plat. лежать в основе (быть принципом) чего-л.; τούτων ὑποκειμένων Plat. положив это в основу, на этих основаниях;<br /><b class="num">2)</b> лежать у (чьих-л.) ног, униженно кланяться Plat.;<br /><b class="num">3)</b> лежать рядом, прилегать, примыкать (ὑποκειμένη ἡ [[Εὔβοια]] ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isocr.; ἡ τῆς Αἰγύπτου ὑποκειμένη [[χώρα]] Diod.);<br /><b class="num">4)</b> находиться впереди, быть предназначенным, предстоять: ὑπόκειταί μοι ὁ [[ἄεθλος]] Pind. мне предстоит (у меня впереди) награда; ἡ ὑποκειμένη [[ὕλη]] Arst. предмет предстоящего обсуждения, данная тема; [[τιμωρία]] ὑπόκειται τοῖς τὰ [[ψευδῆ]] μαρτυροῦσι Dem. лжесвидетелям предстоит кара;<br /><b class="num">5)</b> быть в наличии, иметься, оставаться: ἐλπὶς ὑπόκειταί τινι [[ἀπό]] τινος Thuc. у кого-л. есть надежда на что-л.; ὑ. τῇ γνώμῃ Dem. находиться в сознании, т. е. не упускаться из виду; [[δύο]] μῆνας ἔμενον ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων Polyb. в течение двух месяцев все оставалось в том же положении; ὁ ὑποκείμενος [[χρόνος]] грам. настоящее время;<br /><b class="num">6)</b> быть положенным, быть установленным, быть принятым (за правило): ὑπόκειται [[πρῶτον]] μὲν [[διωμοσία]], [[δεύτερον]] δὲ [[λόγος]] Dem. принято, чтобы сначала (приносилась) присяга, а затем (произносилась) речь; διὸ καὶ [[ἡμῖν]] ὑποκείσθω [[ταῦτα]] Arst. итак пусть это будет принято нами за основу; μένειν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης Polyb. оставаться при (ранее) принятом мнении; ἐμοὶ ὑποκέεται ὅτι ὑπ᾽ ἀκοῇ [[γράφω]] Her. я задался целью писать о том, что (сам) слышал;<br /><b class="num">7)</b> быть предложенным, внушенным: τρόπῳ τῷ ἐξ [[ἐμεῦ]] ὑποκειμένῳ Her. по предложенному мною способу;<br /><b class="num">8)</b> быть подвластным, подчиняться (τῷ ἄρχοντι Plat.; τοῖς πάθεσι Arst.; τῷ νόμῳ τινός Luc.): ἐν [[οἷς]] τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει Arst. в чем подчиненные виды (подвиды) отличаются от вида;<br /><b class="num">9)</b> находиться в закладе: τὰ ὑποκείμενα τοῖς δανείσασιν ὑποθεῖναι Dem. внести заимодавцам залоги;<br /><b class="num">10)</b> обеспечивать(ся) залогом: [[τετταράκοντα]] μνῶν ὑποκείμενοι Dem. внесшие залог в сумме сорока мин - см. тж. [[ὑποκείμενον]]. | |||
}} | }} |