ἐπιβλέπω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβλέπω:''' μέλ. <i>-ψομαι</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρατηρώ]], [[κοιτάζω]] προσεκτικά, <i>εἴς τινα</i>, σε Πλάτ.· <i>τινί</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[βλέπω]] με [[προσοχή]], [[παρατηρώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοιτάζω]] με φθόνο, Λατ. invidere, με δοτ., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπιβλέπω:''' μέλ. <i>-ψομαι</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρατηρώ]], [[κοιτάζω]] προσεκτικά, <i>εἴς τινα</i>, σε Πλάτ.· <i>τινί</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[βλέπω]] με [[προσοχή]], [[παρατηρώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοιτάζω]] με φθόνο, Λατ. invidere, με δοτ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβλέπω:''' <b class="num">1)</b> (пристально) смотреть, глядеть, наблюдать (εἴς τινα Plat.; ἔν τινι, ἐπί τινα и ἐπί τι Arst., τι Isocr., Plat., Luc., Plut. и τινί Luc.);<br /><b class="num">2)</b> смотреть с завистью, завидовать (τύχαις τινός Soph.).
}}
}}