Anonymous

φρούριον: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρούριον:''' τό ([[φρουρός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρητήριο]], οχυρωμένος [[τόπος]], [[κάστρο]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[φρούριο]], οχυρό, λέγεται για [[τόπο]], σε Αισχύλ., Θουκ.
|lsmtext='''φρούριον:''' τό ([[φρουρός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρητήριο]], οχυρωμένος [[τόπος]], [[κάστρο]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[φρούριο]], οχυρό, λέγεται για [[τόπο]], σε Αισχύλ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρούριον:''' τό<b class="num">1)</b> сторожевой пост, форт Aesch., Thuc., Lys., Xen., Men. etc.;<br /><b class="num">2)</b> стража, охрана Aesch., Eur., Thuc. etc.;<br /><b class="num">3)</b> тюрьма Plat.
}}
}}