Anonymous

καθιζάνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθιζάνω:''' [ᾰ], [[κάθομαι]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον, προσέρχονταν στο [[συμβούλιο]] και κατελάμβαναν, κάθονταν στις θέσεις τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[μάντις]] ἐς θρόνους, <i>κ</i>., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καθιζάνω:''' [ᾰ], [[κάθομαι]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον, προσέρχονταν στο [[συμβούλιο]] και κατελάμβαναν, κάθονταν στις θέσεις τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[μάντις]] ἐς θρόνους, <i>κ</i>., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθιζάνω:''' (ζᾰ)<br /><b class="num">1)</b> садиться, усаживаться ([[θῶκόνδε]] Hom.; εἰς θρόνους Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (о пчелах, птицах) садиться, опускаться (ἐφ᾽ ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr.; ἐπὶ τῶν δονάκων, ἐπὶ πέτρας Arst.).
}}
}}