Anonymous

γοάω: Difference between revisions

From LSJ
455 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γοάω:''' απαρ. <i>γοᾶν</i>, Επικ. [[γοήμεναι]], Επικ. μτχ. [[γοόων]], <i>-όωσα</i>· Επικ. παρατ. [[γόων]], Ιων. [[γοάασκεν]]· Επικ. αόρ. βʹ [[γόον]], μέλ. [[γοήσομαι]], μεταγεν. <i>γοήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγόησα</i> ([[γόος]]), [[θρηνώ]], [[βογγώ]], [[ολολύζω]], [[οδύρομαι]], [[στενάζω]], [[κλαίω]], σε Όμηρ.· με αιτ., [[θρηνώ]], [[μοιρολογώ]], [[θρηνολογώ]], [[κλαίω]] για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Μόσχ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., [[γοᾶται]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''γοάω:''' απαρ. <i>γοᾶν</i>, Επικ. [[γοήμεναι]], Επικ. μτχ. [[γοόων]], <i>-όωσα</i>· Επικ. παρατ. [[γόων]], Ιων. [[γοάασκεν]]· Επικ. αόρ. βʹ [[γόον]], μέλ. [[γοήσομαι]], μεταγεν. <i>γοήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγόησα</i> ([[γόος]]), [[θρηνώ]], [[βογγώ]], [[ολολύζω]], [[οδύρομαι]], [[στενάζω]], [[κλαίω]], σε Όμηρ.· με αιτ., [[θρηνώ]], [[μοιρολογώ]], [[θρηνολογώ]], [[κλαίω]] για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Μόσχ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., [[γοᾶται]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''γοάω:''' эп.-поэт. [[γοόω]], тж. med.<br /><b class="num">1)</b> плакать, рыдать, стонать, вопить Hom., Trag., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> оплакивать (τι и τινα Hom., [[ἀμφί]] τινα Soph.): πανδάκρυτ᾽ ὀδύρματα τὴν [[Ἡράκλειον]] ἔξοδον γοωμένη Soph. горько оплакивающая уход Геракла.
}}
}}