Anonymous

ἄπεδος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπεδος:''' -ον (<i>α αθροιστικό</i> και [[πέδον]]), [[ομαλός]], [[επίπεδος]], [[ομοιόμορφος]], [[ίσιος]], [[πεδινός]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἄπεδον</i>, <i>τό</i>, [[πεδιάδα]], επίπεδη [[επιφάνεια]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἄπεδος:''' -ον (<i>α αθροιστικό</i> και [[πέδον]]), [[ομαλός]], [[επίπεδος]], [[ομοιόμορφος]], [[ίσιος]], [[πεδινός]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἄπεδον</i>, <i>τό</i>, [[πεδιάδα]], επίπεδη [[επιφάνεια]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπεδος:''' плоский, ровный, равнинный ([[χώρη]] Her.; [[χωρίον]] Thuc.): ἐν ἀπέδοις Xen. на равнинах.
}}
}}