Anonymous

ἡγεμονία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡγεμονία:''' ἡ ([[ἡγεμών]]),<br /><b class="num">I.</b> πρωτοπορία, [[προβάδισμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ανώτατη [[αρχή]], στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· [[ἡγεμονία]] δικαστηρίων, [[εξουσία]] στα δικαστήρια, [[διεύθυνση]] των δικαστηρίων, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> η [[ηγεμονία]] ή η [[εξουσία]] μιας πόλης-κράτους πάνω σ' έναν αριθμό υποτελών [[πόλεων]]-μελών, όπως αυτή της πόλης των Αθηνών στην Αττική, της πόλης της Θήβας στη [[Βοιωτία]], κ.λπ. Η [[ἡγεμονία]] των ελληνικών στρατευμάτων και στόλων κατά τον Περσικό Πόλεμο είχε παραχωρηθεί στους Σπαρτιάτες. Μετά από αυτόν, η στρατιωτική [[ηγεμονία]] εξέλαβε χαρακτήρα κυριαρχίας, την οποία απέσπασαν από τους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι. Κατά το [[τέλος]] του Πελοποννησιακού Πολέμου, [[σκοπός]] ήταν να ορισθεί σε ποια από τις δυο προαναφερόμενες πόλεις ανήκε η [[ηγεμονία]], δηλ. η [[κυριαρχία]] της υπόλοιπης Ελλάδας.<br /><b class="num">3.</b> Η Ρωμαϊκή [[αυτοκρατορία]], σε Πλούτ.· η [[εξουσία]] του αυτοκράτορα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III.</b> [[διαίρεση]] του στρατού, [[τάγμα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἡγεμονία:''' ἡ ([[ἡγεμών]]),<br /><b class="num">I.</b> πρωτοπορία, [[προβάδισμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ανώτατη [[αρχή]], στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· [[ἡγεμονία]] δικαστηρίων, [[εξουσία]] στα δικαστήρια, [[διεύθυνση]] των δικαστηρίων, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> η [[ηγεμονία]] ή η [[εξουσία]] μιας πόλης-κράτους πάνω σ' έναν αριθμό υποτελών [[πόλεων]]-μελών, όπως αυτή της πόλης των Αθηνών στην Αττική, της πόλης της Θήβας στη [[Βοιωτία]], κ.λπ. Η [[ἡγεμονία]] των ελληνικών στρατευμάτων και στόλων κατά τον Περσικό Πόλεμο είχε παραχωρηθεί στους Σπαρτιάτες. Μετά από αυτόν, η στρατιωτική [[ηγεμονία]] εξέλαβε χαρακτήρα κυριαρχίας, την οποία απέσπασαν από τους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι. Κατά το [[τέλος]] του Πελοποννησιακού Πολέμου, [[σκοπός]] ήταν να ορισθεί σε ποια από τις δυο προαναφερόμενες πόλεις ανήκε η [[ηγεμονία]], δηλ. η [[κυριαρχία]] της υπόλοιπης Ελλάδας.<br /><b class="num">3.</b> Η Ρωμαϊκή [[αυτοκρατορία]], σε Πλούτ.· η [[εξουσία]] του αυτοκράτορα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III.</b> [[διαίρεση]] του στρατού, [[τάγμα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡγεμονία:''' ион. ἡγεμονίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> предводительство(вание), руководство, управление: τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ Plat. по руководящим указаниям власть имущих;<br /><b class="num">2)</b> начальствование, командование (ἡ ἡ. τοῦ πολέμου Her., κατὰ πόλεμον и τῶν πολεμικων Arst.; τῶν λοχαγῶν ὀπισθοφυλάκων Xen.; τῶν στρατοπέδων Plat.): ἐν ἡγεμονίαις Thuc. в бытность командующим или командуя войсками;<br /><b class="num">3)</b> правление, царствование (Τιβερίου Καίσαρος NT);<br /><b class="num">4)</b> юр. право председательствования (δικαστηρίων Aeschin.);<br /><b class="num">5)</b> политическое верховенство, первенство, гегемония: ἡ ἡ. τῆς Ἑλλάδος Xen., τῶν Ἑλλήνων Polyb. гегемония (одного греческого государства) над всей Грецией;<br /><b class="num">6)</b> войсковая часть: καθ᾽ ἡγεμονίας καὶ συντάγματα Plut. большими или меньшими отрядами.
}}
}}