Anonymous

ἐξωτέρω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξωτέρω:''' επίρρ., συγκρ. του [[ἔξω]], πιο έξω, περισσότερο έξω, με γεν., σε Αισχύλ.· από όπου επίθ., [[ἐξώτερος]], [[εξωτερικός]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐξωτέρω:''' επίρρ., συγκρ. του [[ἔξω]], πιο έξω, περισσότερο έξω, με γεν., σε Αισχύλ.· από όπου επίθ., [[ἐξώτερος]], [[εξωτερικός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξωτέρω:''' adv. compar. к [[ἔξω]] II: ἐ. ἀποκάμπτειν τοῦ τέρματος Arst. обогнуть конечный столб (на ристалище) довольно широким кругом.
}}
}}