Anonymous

τραυματίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τραυμᾰτίζω:''' Ιων. τρωμ-· παρακ. <i>τετραυμάτικα</i>, Παθ. <i>-ισμαι</i>· Παθ. αορ. <i>ἐτραυματίσθην</i>· [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''τραυμᾰτίζω:''' Ιων. τρωμ-· παρακ. <i>τετραυμάτικα</i>, Παθ. <i>-ισμαι</i>· Παθ. αορ. <i>ἐτραυματίσθην</i>· [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''τραυμᾰτίζω:''' ион. τρωμᾰτίζω ранить (τινά Her., Eur.): τετραυματισμένος [[νεβρός]] Aesch. раненый молодой олень; τραυματισθεὶς [[πολλά]] Thuc. получив(ший) много ран.
}}
}}