3,277,121
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρωμνή:''' ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο [[κρεβάτι]]· γενικά, [[κρεβάτι]], [[ανάκλιντρο]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[στρώμα]], κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ [[ἄφθιτος]], λέγεται για το χρυσόμαλλο [[δέρας]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''στρωμνή:''' ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο [[κρεβάτι]]· γενικά, [[κρεβάτι]], [[ανάκλιντρο]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[στρώμα]], κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ [[ἄφθιτος]], λέγεται για το χρυσόμαλλο [[δέρας]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρωμνή:''' дор. [[στρωμνά]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> постель, ложе Pind., Aesch., Thuc., Xen., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> покрывало Xen. | |||
}} | }} |