3,274,216
edits
(3) |
(1) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ <i>-εβήσετο</i>· αόρ. βʹ <i>ἀπ-έβην</i>, παρακ. ἀπο-[[βέβηκα]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[εξέρχομαι]] από κάποιο [[μέρος]], [[κατέρχομαι]] ή αποβιβάζομαι από [[πλοίο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., αποβιβάζομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[αφιππεύω]] από [[άρμα]], <i>ἵππων</i> ή <i>ἐξ ἵππων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[απέρχομαι]], [[αποχωρώ]], [[αναχωρώ]], στο ίδ., Αττ.· με γεν., [[ἀποβαίνω]] πεδίων, σε Ευρ.· λέγεται για ελπίδες, διαψεύδομαι, εκμηδενίζομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για γεγονότα ή συμβάντα, [[απορρέω]], [[προκύπτω]], [[καταλήγω]], <i>τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἀποβαῖνον</i>, με [[κράση]] <i>τἀποβαῖνον</i>, το [[αποτέλεσμα]], το [[γεγονός]]· και <i>τὰ ἀποβαίνοντα</i>, <i>τὰ ἀποβάντα</i>, αποτελέσματα, επακόλουθα, συνέπειες, στον ίδ., Θουκ.· <i>τὰἀποβησόμενα</i>, πιθανά αποτελέσματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλήγω]], [[εκβαίνω]], παρὰ [[δόξαν]], σε Ηρόδ.· <i>τοιόνδε</i>, σε Ευρ.· <i>ὡς προσεδέχετο</i>, σε Θουκ.· απόλ., έχω ευτυχή [[έκβαση]], [[επιτυγχάνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[καταλήγω]] όντας, αποδεικνύομαι, <i>ἀποβαίνουσι κοινοί</i>, αποδεικνύονται αδέκαστοι, αμερόληπτοι, στον ίδ.· ομοίως, <i>ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβαίνει</i>, σε Θεόκρ.· <i>ἀπέβη ἐς μουναρχίην</i>, η πολιτειακή [[κατάσταση]] κατέληξε σε [[μοναρχία]], σε Ηρόδ.<b>Β.</b> Μτβ. στον αόρ. αʹ [[ἀπέβησα]], ανάγκασα κάποιον να αφιππεύσει, να αποβιβαστεί από το [[πλοίο]], να επιβιβαστεί στην [[ξηρά]] (με αυτή τη [[σημασία]] ως ενεστ. λειτουργεί το [[ἀποβιβάζω]]), [[ἀπέβησα]] στρατιήν, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀποβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ <i>-εβήσετο</i>· αόρ. βʹ <i>ἀπ-έβην</i>, παρακ. ἀπο-[[βέβηκα]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[εξέρχομαι]] από κάποιο [[μέρος]], [[κατέρχομαι]] ή αποβιβάζομαι από [[πλοίο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., αποβιβάζομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[αφιππεύω]] από [[άρμα]], <i>ἵππων</i> ή <i>ἐξ ἵππων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[απέρχομαι]], [[αποχωρώ]], [[αναχωρώ]], στο ίδ., Αττ.· με γεν., [[ἀποβαίνω]] πεδίων, σε Ευρ.· λέγεται για ελπίδες, διαψεύδομαι, εκμηδενίζομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για γεγονότα ή συμβάντα, [[απορρέω]], [[προκύπτω]], [[καταλήγω]], <i>τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἀποβαῖνον</i>, με [[κράση]] <i>τἀποβαῖνον</i>, το [[αποτέλεσμα]], το [[γεγονός]]· και <i>τὰ ἀποβαίνοντα</i>, <i>τὰ ἀποβάντα</i>, αποτελέσματα, επακόλουθα, συνέπειες, στον ίδ., Θουκ.· <i>τὰἀποβησόμενα</i>, πιθανά αποτελέσματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλήγω]], [[εκβαίνω]], παρὰ [[δόξαν]], σε Ηρόδ.· <i>τοιόνδε</i>, σε Ευρ.· <i>ὡς προσεδέχετο</i>, σε Θουκ.· απόλ., έχω ευτυχή [[έκβαση]], [[επιτυγχάνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[καταλήγω]] όντας, αποδεικνύομαι, <i>ἀποβαίνουσι κοινοί</i>, αποδεικνύονται αδέκαστοι, αμερόληπτοι, στον ίδ.· ομοίως, <i>ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβαίνει</i>, σε Θεόκρ.· <i>ἀπέβη ἐς μουναρχίην</i>, η πολιτειακή [[κατάσταση]] κατέληξε σε [[μοναρχία]], σε Ηρόδ.<b>Β.</b> Μτβ. στον αόρ. αʹ [[ἀπέβησα]], ανάγκασα κάποιον να αφιππεύσει, να αποβιβαστεί από το [[πλοίο]], να επιβιβαστεί στην [[ξηρά]] (με αυτή τη [[σημασία]] ως ενεστ. λειτουργεί το [[ἀποβιβάζω]]), [[ἀπέβησα]] στρατιήν, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποβαίνω:''' (fut. ἀποβήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> сходить, слезать (ἵππων и ἐξ ἵππων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сходить, высаживаться, выгружаться ([[νηός]] Hom.; τῆς τριήρους Plut.; ἀπὸ τῶν [[νεῶν]] Her. и ἐκ τῶν [[νεῶν]] Xen.; ἀποβῆναι εἰς, ἐπὶ или κατὰ τόπον τινά Thuc., Xen.);<br /><b class="num">3)</b> уходить, удаляться (τινός Eur., [[ἀπό]] τινος Xen., πρός и [[κατά]] τι Hom., [[μετά]] τινα Hom.): αἱ ἐλπίδες ἀπέβησαν Eur. надежды исчезли;<br /><b class="num">4)</b> простираться, доходить (ἡ [[ἀκρόπολις]] πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκυῖα Plat.);<br /><b class="num">5)</b> происходить, возникать: τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Her. предстоящий исход боя; τὰ ἀποβαίνοντα или ἀποβάντα Thuc. последствия, исход: τὰ ἔκ τινος ἀποβησόμενα Thuc. предположительные последствия чего-л.; τοιοῦτον ἀπέβη τὸ [[τέλος]] Polyb. таков был исход; ἀπέβη χρηστὸν [[οὐδέν]] Plut. ничего хорошего не получилось;<br /><b class="num">6)</b> становиться, оказываться ([[τύραννος]] ἐκ βασιλέως ἀπέβη Polyb.): [[τραῦμα]] ἰάσιμον ἀπέβη Plat. рана оказалась излечимой;<br /><b class="num">7)</b> осуществляться, исполняться (ἡ [[ὑπόσχεσις]] ἀπέβη Thuc.): τὰ ἱερὰ ἀπέβη Xen. приметы жертвоприношения сбылись;<br /><b class="num">8)</b> идти сзади: ὁ ἀποβεβηκὼς [[πούς]] Arst. задняя нога (лапа);<br /><b class="num">9)</b> переходить, превращаться (εἴς τι Her., Plat. и ἔς τινα Theocr.);<br /><b class="num">10)</b> (в aor. [[ἀπέβησα]]) высадить, выгрузить (τὰ ἀνδράποδα ἐς τὴν νῆσον Her.). | |||
}} | }} |