ἀκέομαι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκέομαι:''' [ᾰ], Ιων. προστ. <i>ἄκεο</i> (αντί <i>ἀκέεο</i>), Επικ. μτχ. [[ἀκειόμενος]]· μέλ. <i>ἀκέσομαι</i>, Επικ. <i>ἀκέσσομαι</i>, Αττ. <i>ἀκοῦμαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἠκεσάμην</i>, Επικ. προστ. <i>ἄκεσσαι</i> ([[ἄκος]])· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> μτβ., [[θεραπεύω]], [[επιφέρω]] [[ίαση]], [[γιατρεύω]], με αιτ. [[αυτού]] που θεραπεύεται· <i>ἕλκοςἄκεσσαι</i>, θεράπευσε το [[έλκος]], την [[πληγή]], το [[τραύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ή, με γεν., όταν λέγεται για το [[μέρος]] [[αυτού]] που θεραπεύεται· [[βλέφαρον]] ἀκέσαιο, σε Ευρ.· επίσης, [[θεραπεύω]] έναν άνθρωπο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταπαύω]], [[κατασβήνω]], καταπραΰνω· <i>δίψαν</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[διορθώνω]], [[επισκευάζω]]· [[νῆας]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ράφτη ή υποδηματοποιό, όπως το Λατ. resarcire, σε Λουκ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[επισκευάζω]], [[διορθώνω]]· <i>ἁμαρτάδα</i>, σε Ηρόδ.· [[κακόν]], σε Σοφ.· απόλ., [[βρίσκω]] «[[φάρμακο]]», δηλ. τη [[λύση]] για [[κάτι]] που με απασχολεί, αρκούμαι, συμβιβάζομαι· <i>ἀλλ' ἀκεώμεθα</i>, <i>ἀλλ' ἀκέσασθε</i>, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀκέομαι:''' [ᾰ], Ιων. προστ. <i>ἄκεο</i> (αντί <i>ἀκέεο</i>), Επικ. μτχ. [[ἀκειόμενος]]· μέλ. <i>ἀκέσομαι</i>, Επικ. <i>ἀκέσσομαι</i>, Αττ. <i>ἀκοῦμαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἠκεσάμην</i>, Επικ. προστ. <i>ἄκεσσαι</i> ([[ἄκος]])· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> μτβ., [[θεραπεύω]], [[επιφέρω]] [[ίαση]], [[γιατρεύω]], με αιτ. [[αυτού]] που θεραπεύεται· <i>ἕλκοςἄκεσσαι</i>, θεράπευσε το [[έλκος]], την [[πληγή]], το [[τραύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ή, με γεν., όταν λέγεται για το [[μέρος]] [[αυτού]] που θεραπεύεται· [[βλέφαρον]] ἀκέσαιο, σε Ευρ.· επίσης, [[θεραπεύω]] έναν άνθρωπο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταπαύω]], [[κατασβήνω]], καταπραΰνω· <i>δίψαν</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[διορθώνω]], [[επισκευάζω]]· [[νῆας]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ράφτη ή υποδηματοποιό, όπως το Λατ. resarcire, σε Λουκ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[επισκευάζω]], [[διορθώνω]]· <i>ἁμαρτάδα</i>, σε Ηρόδ.· [[κακόν]], σε Σοφ.· απόλ., [[βρίσκω]] «[[φάρμακο]]», δηλ. τη [[λύση]] για [[κάτι]] που με απασχολεί, αρκούμαι, συμβιβάζομαι· <i>ἀλλ' ἀκεώμεθα</i>, <i>ἀλλ' ἀκέσασθε</i>, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκέομαι:''' (ᾰκ)<br /><b class="num">1)</b> лечить, исцелять, залечивать ([[ἕλκος]] Hom.; [[ἄχος]] Soph.): ἀ. τί τινι Her. и τινός τινα Anth. вылечивать кого-л. от чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> чинить, приводить в порядок ([[νῆας]] Hom.; τῶν ἳματίων τά διερρωγότα, τὰ σαθρἄ - v. l. σαπρά - τῶν ὑποδημάτων Luc.);<br /><b class="num">3)</b> утолять (δίψαν Hom., Pind.);<br /><b class="num">4)</b> искупать, заглаживать (ἁμαρτάδα Her.; [[ἀδίκημα]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> помогать, облегчать (λύπας Eur.): [[γνώμη]] ἀ. τι Xen. помогать чему-л. советом.
}}
}}