ἑτερόγλωσσος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑτερόγλωσσος:''' Αττ. -ττος, -ον ([[γλῶσσα]]), [[ξενόγλωσσος]], <i>ἐν ἑτεγλώσσοις</i>, μέσω ετερόγλωσσων και αλλογλώσσων, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἑτερόγλωσσος:''' Αττ. -ττος, -ον ([[γλῶσσα]]), [[ξενόγλωσσος]], <i>ἐν ἑτεγλώσσοις</i>, μέσω ετερόγλωσσων και αλλογλώσσων, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτερόγλωσσος:''' атт. ἐτερόγλωττος 2 говорящий на чужом языке, иноязычный Polyb.: ἐν ἑτερογλώσσοις λαλεῖν τινι NT говорить с кем-л. на других языках.
}}
}}