Anonymous

ὑπόζωμα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόζωμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[διάφραγμα]], [[στομάχι]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., ορθοστάτες, υποστηρίγματα περασμένα ή πλατειές ζώνες [[κάτω]] από [[κύτος]] σκάφους, έτσι ώστε να υποστυλωθούν τα μέρη του (πρβλ. [[ὑποζώννυμι]] II), σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπόζωμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[διάφραγμα]], [[στομάχι]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., ορθοστάτες, υποστηρίγματα περασμένα ή πλατειές ζώνες [[κάτω]] από [[κύτος]] σκάφους, έτσι ώστε να υποστυλωθούν τα μέρη του (πρβλ. [[ὑποζώννυμι]] II), σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόζωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> грудобрюшная преграда Arst.;<br /><b class="num">2)</b> перегородка, перепонка Arst.;<br /><b class="num">3)</b> мор. pl. канатные скрепы, обвязка (τὰ ὑποζώματα τῶν [[τριήρων]] Plat.).
}}
}}