Anonymous

σεμνολογέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σεμνολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] με [[σοβαρότητα]] και [[σεμνότητα]], σε Αισχίν.· επίσης ως αποθ., <i>σεμνολογέομαι</i>, [[μιλώ]] με σοβαρές, επίσημες φράσεις, [[μιλώ]] πανηγυρικά, σε Δημ.
|lsmtext='''σεμνολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] με [[σοβαρότητα]] και [[σεμνότητα]], σε Αισχίν.· επίσης ως αποθ., <i>σεμνολογέομαι</i>, [[μιλώ]] με σοβαρές, επίσημες φράσεις, [[μιλώ]] πανηγυρικά, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''σεμνολογέω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> торжественно говорить Dem.;<br /><b class="num">2)</b> с важностью рассказывать, в торжественном тоне повествовать (τι Plut., Luc. и τι περί τινος Luc.).
}}
}}