3,270,389
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σεμνολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] με [[σοβαρότητα]] και [[σεμνότητα]], σε Αισχίν.· επίσης ως αποθ., <i>σεμνολογέομαι</i>, [[μιλώ]] με σοβαρές, επίσημες φράσεις, [[μιλώ]] πανηγυρικά, σε Δημ. | |lsmtext='''σεμνολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] με [[σοβαρότητα]] και [[σεμνότητα]], σε Αισχίν.· επίσης ως αποθ., <i>σεμνολογέομαι</i>, [[μιλώ]] με σοβαρές, επίσημες φράσεις, [[μιλώ]] πανηγυρικά, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σεμνολογέω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> торжественно говорить Dem.;<br /><b class="num">2)</b> с важностью рассказывать, в торжественном тоне повествовать (τι Plut., Luc. и τι περί τινος Luc.). | |||
}} | }} |