Anonymous

ἀμνημονέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμνημονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἠμνημόνησα</i>· ([[ἀμνήμων]])·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[αμνήμων]], [[επιλήσμων]], απόλ., σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., δεν κάνω [[αναφορά]] σε, δεν [[μιλώ]] για, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀμν. τι [[περί]] τινος, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀμνημονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἠμνημόνησα</i>· ([[ἀμνήμων]])·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[αμνήμων]], [[επιλήσμων]], απόλ., σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., δεν κάνω [[αναφορά]] σε, δεν [[μιλώ]] για, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀμν. τι [[περί]] τινος, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμνημονέω:''' не помнить, забывать (Aesch., Eur., Isocr.; τινος Eur., Thuc., Lys., Xen. и τι Dem.): ἀ. περί τινος Thuc. по забывчивости не сказать чего-л. о чем-л.; ἀμνημονήσας [[εἰπεῖν]] Isocr. забыв сказать; ἀμνημονεῖς σαυτὸν δρῶντα αὐτά; Plat. разве ты забыл, что сам сделал то же самое?
}}
}}