Anonymous

μοιχεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοιχεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διαπράττω]] [[μοιχεία]] με μια [[γυναίκα]], τη [[διαφθείρω]], με αιτ., σε Αριστοφ., Πλάτ. — Παθ., λέγεται για τη [[γυναίκα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[διαπράττω]] [[μοιχεία]], Λατ. moechari, στον ίδ., σε Ξεν.
|lsmtext='''μοιχεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διαπράττω]] [[μοιχεία]] με μια [[γυναίκα]], τη [[διαφθείρω]], με αιτ., σε Αριστοφ., Πλάτ. — Παθ., λέγεται για τη [[γυναίκα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[διαπράττω]] [[μοιχεία]], Λατ. moechari, στον ίδ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μοιχεύω:''' <b class="num">1)</b> нарушать супружескую верность, прелюбодействовать, развратничать Xen., Arph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> совращать, развращать, соблазнять (γυναῖκας τῶν πολιτῶν Lys.; ἡ [[γυνή]], ἣν [[ἐκεῖνος]] ἐμοίχευεν Lys.);<br /><b class="num">3)</b> захватывать обманом (τὴν θάλατταν Plut.).
}}
}}