Anonymous

διαφύσσω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διᾰφύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήφῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αντλώ]] υγρά διαρκώς, [[εξαντλώ]] — Παθ., λέγεται για το [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[διώχνω]] [[μακριά]], [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], πολλὸν [[διήφυσε]] σαρκὸς ὀδόντι, στο ίδ.
|lsmtext='''διᾰφύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήφῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αντλώ]] υγρά διαρκώς, [[εξαντλώ]] — Παθ., λέγεται για το [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[διώχνω]] [[μακριά]], [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], πολλὸν [[διήφυσε]] σαρκὸς ὀδόντι, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφύσσω:''' <b class="num">1)</b> вычерпывать, выпивать ([[οἶνον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выхватывать, вырывать (πολλὸν σαρκὸς ὀδόντι Hom.).
}}
}}