Anonymous

ἀγχίστροφος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχίστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφεται [[πλησίον]], αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], λέγεται για [[γεράκι]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ξαφνικός]], [[αιφνίδιος]], σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[ξαφνικά]], αιφνιδίως, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀγχίστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφεται [[πλησίον]], αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], λέγεται για [[γεράκι]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ξαφνικός]], [[αιφνίδιος]], σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[ξαφνικά]], αιφνιδίως, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχίστροφος:''' круто поворачивающий, крутой, внезапный ([[μεταβολή]] Thuc.): ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Her. внезапно менять свои решения.
}}
}}