3,277,636
edits
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγχίστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφεται [[πλησίον]], αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], λέγεται για [[γεράκι]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ξαφνικός]], [[αιφνίδιος]], σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[ξαφνικά]], αιφνιδίως, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀγχίστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφεται [[πλησίον]], αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], λέγεται για [[γεράκι]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ξαφνικός]], [[αιφνίδιος]], σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[ξαφνικά]], αιφνιδίως, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγχίστροφος:''' круто поворачивающий, крутой, внезапный ([[μεταβολή]] Thuc.): ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Her. внезапно менять свои решения. | |||
}} | }} |