Anonymous

ἐνηής: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνηής:''' -ές, γεν. <i>ἐνηέος</i>, [[καλός]], [[αγαθός]], [[ευγενής]], [[πράος]], [[ευγενικός]], σε Όμηρ. (Πιθ. συγγενές προς τα <i>ἀπ-ηνής</i>, <i>προσ-ηνής</i>).
|lsmtext='''ἐνηής:''' -ές, γεν. <i>ἐνηέος</i>, [[καλός]], [[αγαθός]], [[ευγενής]], [[πράος]], [[ευγενικός]], σε Όμηρ. (Πιθ. συγγενές προς τα <i>ἀπ-ηνής</i>, <i>προσ-ηνής</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνηής:''' ласковый, кроткий Hom., Hes.
}}
}}