Anonymous

ἀμφήκης: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφήκης:''' -ες ([[ἀκή]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[δύο]] άκρες ή αιχμές, [[δίστομος]], [[δίκοπος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ἀμφ. [[γλῶττα]], [[γλώσσα]] που κόβει και από τις [[δύο]] μεριές, δηλ. μπορεί να υπερασπίσει και το [[δίκαιο]] και το άδικο, σε Αριστοφ.· λέγεται για χρησμό, διφορούμενος, [[αμφίβολος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀμφήκης:''' -ες ([[ἀκή]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[δύο]] άκρες ή αιχμές, [[δίστομος]], [[δίκοπος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ἀμφ. [[γλῶττα]], [[γλώσσα]] που κόβει και από τις [[δύο]] μεριές, δηλ. μπορεί να υπερασπίσει και το [[δίκαιο]] και το άδικο, σε Αριστοφ.· λέγεται για χρησμό, διφορούμενος, [[αμφίβολος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφήκης:''' дор. [[ἀμφάκης]] 2 (φᾱ)<br /><b class="num">1)</b> обоюдоострый ([[φάσγανον]] Hom.; [[δόρυ]] Aesch.; [[γένυς]] Soph.; [[ξίφος]] Hom., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> раздвоенный, расщепленный (πυρὸς [[βόστρυχος]] Aesch.; перен. [[γλῶττα]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> двусмысленный ([[χρησμός]] Luc.).
}}
}}