Anonymous

συναλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] σε [[σχέση]] με, [[σχετίζω]], <i>τινάτινι</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., έχω σχέσεις με, σχετίζομαι, <i>τινί</i>, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφιλιώνω]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., συμφιλιώνομαι, [[συμμαχώ]] ή [[συνεταιρίζομαι]] με, [[πρός]] τινα, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., [[συνάπτω]] [[ειρήνη]], [[ειρηνεύω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., έχω επαφές, συναλλαγές με κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] σε σχέσεις ή αμοιβαίες συμφωνίες, [[διαπραγματεύομαι]], σε Δημ., Αριστ.
|lsmtext='''συναλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] σε [[σχέση]] με, [[σχετίζω]], <i>τινάτινι</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., έχω σχέσεις με, σχετίζομαι, <i>τινί</i>, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφιλιώνω]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., συμφιλιώνομαι, [[συμμαχώ]] ή [[συνεταιρίζομαι]] με, [[πρός]] τινα, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., [[συνάπτω]] [[ειρήνη]], [[ειρηνεύω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., έχω επαφές, συναλλαγές με κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] σε σχέσεις ή αμοιβαίες συμφωνίες, [[διαπραγματεύομαι]], σε Δημ., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''συναλλάσσω:''' атт. [[συναλλάττω]]<br /><b class="num">1)</b> связывать взаимоотношениями, соединять, приобщать: σ. τινά τισι Aesch. вводить кого-л. в чье-л. общество; συναλλαχθεῖσα εὐναίοις γάμοις τινί Eur. сочетавшаяся законным браком с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> примирять (τινά τινι Thuc. и τινάς Xen.): συναλλάσσεσθαι πρός τινα Thuc., Xen. мириться с кем-л.;<br /><b class="num">3)</b> находиться во взаимоотношениях, общаться (ἀλλήλοις Dem.): σ. [[βαρύς]] Eur. невыносимый в обществе, неуживчивый; ἢ ξυναλλάξας τί πω; Soph. встречался ли ты (с ним) когда-л.?;<br /><b class="num">4)</b> вступать в соглашение, заключать сделки Arst., Dem.
}}
}}