Anonymous

ὑπερκαχλάζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκαχλάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ξεχειλίζω]], χύνομαι κάνοντας φυσαλίδες, [[κοχλάζω]] υπερβολικά, σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερκαχλάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ξεχειλίζω]], χύνομαι κάνοντας φυσαλίδες, [[κοχλάζω]] υπερβολικά, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερκαχλάζω:''' вскипать, бурлить: ὑπερκαχλάσαι ποιεῖν τι Luc. заставить закипеть что-л.
}}
}}