Anonymous

ἐρυσάρματες: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρῠσάρμᾰτες:''' αιτ. -ᾰτας, ([[ἐρύω]], [[ἅρμα]]), [[χωρίς]] ενικ. σε [[χρήση]], αυτοί που σύρουν το [[άρμα]], λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐρῠσάρμᾰτες:''' αιτ. -ᾰτας, ([[ἐρύω]], [[ἅρμα]]), [[χωρίς]] ενικ. σε [[χρήση]], αυτοί που σύρουν το [[άρμα]], λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρῠσάρμᾰτες:''' acc. ας adj. pl. влекущие колесницу, т. е. упряжные (ἵπποι Hom., Hes.).
}}
}}