Anonymous

ποντοπορέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποντοπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περνώ τη [[θάλασσα]], [[νηῦς]] ποντοποροῦσα, αυτή που διαπλέει τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ποντοπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περνώ τη [[θάλασσα]], [[νηῦς]] ποντοποροῦσα, αυτή που διαπλέει τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποντοπορέω:''' <b class="num">1)</b> плыть по морю, совершать морское путешествие ([[ἱστία]] ποντοπορούσης, sc. [[νηός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> плыть в открытом море Plut., Anth.
}}
}}