Anonymous

νεῦρον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεῦρον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νεύρο]], [[τένοντας]]· στον πληθ., οι τένοντες των πελμάτων, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στον πληθ., τὰ [[νεῦρα]] τῆς τραγῳδίας, λέγεται για τις λυρικές ωδές, το [[νεύρο]], η [[ικμάδα]] τους, σε Αριστοφ.· τὰ [[νεῦρα]] [[τῶν]] πραγμάτων, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[χορδή]] ή [[σχοινί]] από έντερα ή [[νεύρα]], για να προσδένεται η [[αιχμή]] του βέλους στο [[καλάμι]] του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[χορδή]] σφεντόνας, σε Ξεν.
|lsmtext='''νεῦρον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νεύρο]], [[τένοντας]]· στον πληθ., οι τένοντες των πελμάτων, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στον πληθ., τὰ [[νεῦρα]] τῆς τραγῳδίας, λέγεται για τις λυρικές ωδές, το [[νεύρο]], η [[ικμάδα]] τους, σε Αριστοφ.· τὰ [[νεῦρα]] [[τῶν]] πραγμάτων, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[χορδή]] ή [[σχοινί]] από έντερα ή [[νεύρα]], για να προσδένεται η [[αιχμή]] του βέλους στο [[καλάμι]] του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[χορδή]] σφεντόνας, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νεῦρον:''' τό<b class="num">1)</b> сухожилие ([[ὀστᾶ]] τε καὶ [[νεῦρα]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> волокно (φυτῶν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> (сделанные из сухожилий) нить, шнур (δέρματα συρράπτειν νεύρῳ [[βοός]] Hes.);<br /><b class="num">4)</b> преимущ. pl. сила, крепость, мощь (τῆς τραγῳδίας Arph.; τοῦ οἴνου Plut.; τῶν πραγμάτων Aeschin.);<br /><b class="num">5)</b> тетива Polyb.;<br /><b class="num">6)</b> струна ([[νεῦρα]] τινάσσειν Anth.).
}}
}}