Anonymous

ἀτενής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτενής:''' -ές (<i>α αθροιστικό</i>,[[τείνω]])·<br /><b class="num">I.</b> εξαπλούμενος, προσκολλώμενος, λέγεται για τον κισσό, σε Σοφ.·<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για τη [[διάνοια]] και το λόγο του ανθρώπου, [[επίμονος]], [[σταθερός]], [[άκαμπτος]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ησίοδ., Πλάτ.· επίσης, [[σκληρός]], [[ατίθασος]], [[ανελέητος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίρρ. <i>ἀτενῶς</i>, [[σοβαρά]], αυστηρά, ἀτενῶς ἔχειν [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀτενής:''' -ές (<i>α αθροιστικό</i>,[[τείνω]])·<br /><b class="num">I.</b> εξαπλούμενος, προσκολλώμενος, λέγεται για τον κισσό, σε Σοφ.·<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για τη [[διάνοια]] και το λόγο του ανθρώπου, [[επίμονος]], [[σταθερός]], [[άκαμπτος]], [[ισχυρογνώμων]], σε Ησίοδ., Πλάτ.· επίσης, [[σκληρός]], [[ατίθασος]], [[ανελέητος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίρρ. <i>ἀτενῶς</i>, [[σοβαρά]], αυστηρά, ἀτενῶς ἔχειν [[πρός]] τι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτενής:''' <b class="num">1)</b> тугой, крепкий, тж. цепкий ([[κισσός]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> напряженный, внимательный, пристальный ([[νόος]] Hes.; [[ὀφθαλμός]] Arst.; [[ὄψις]] Luc.): ἀτενεῖ τῇ ψυχῇ Luc. с напряженным вниманием;<br /><b class="num">3)</b> сильный (ὀργαί Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> прямой, прямолинейный ([[ἥκω]] ἀ. ἀπ᾽ οἴκων Eur.);<br /><b class="num">5)</b> прямой, непреклонный, упорный ([[ἀνήρ]] Arph., Plat.);<br /><b class="num">6)</b> стремящийся, тяготеющий (πρὸς τὸ [[δίκαιον]] ἀ. [[φύσις]] Plut.).
}}
}}