Anonymous

δυσκάθαρτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσκάθαρτος:''' -ον ([[καθαίρω]]), αυτός που είναι δύσκολο να εξιλεωθεί μέσω εξαγνισμού ή καθαρμών, σε Σοφ., Αριστοφ.
|lsmtext='''δυσκάθαρτος:''' -ον ([[καθαίρω]]), αυτός που είναι δύσκολο να εξιλεωθεί μέσω εξαγνισμού ή καθαρμών, σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκάθαρτος:''' <b class="num">1)</b> с трудом поддающийся очищению (πνεύματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неумолимый (Ἃιδου [[λιμήν]] Soph.; [[δαίμων]] Arph.).
}}
}}