Anonymous

κλέπτης: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλέπτης:''' -ου, ὁ ([[κλέπτω]]), [[κλέφτης]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· γενικά, [[απατεώνας]], [[κακούργος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κλέπτης:''' -ου, ὁ ([[κλέπτω]]), [[κλέφτης]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· γενικά, [[απατεώνας]], [[κακούργος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλέπτης:''' ου ὁ<b class="num">1)</b> вор: [[ὀμίχλη]] κλέπτῃ νυκτὸς [[ἀμείνων]] Hom. мгла, которая для вора лучше ночи; κ. [[πυρός]] Aesch. похититель (небесного) огня; ὡς κ. ἐν νυκτί погов. NT как тать в нощи;<br /><b class="num">2)</b> плут, обманщик Soph., Dem.
}}
}}