προσέλασις: Difference between revisions

4
(34)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προσελαύνω]]<br /><b>1.</b> το να οδηγεί [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («[[προσέλασις]] τῶν ὄνων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίθεση]], [[έφοδος]] («[[προσέλασις]] τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προσελαύνω]]<br /><b>1.</b> το να οδηγεί [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («[[προσέλασις]] τῶν ὄνων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίθεση]], [[έφοδος]] («[[προσέλασις]] τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.).
}}
{{elru
|elrutext='''προσέλᾰσις:''' εως ἡ прибытие (τῶν ὄνων Plut.).
}}
}}