Anonymous

ἀγρέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρέω:''' ποιητ. [[τύπος]] του προηγ., μόνο στον ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]], σε [[Σαπφώ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> προστ. [[ἄγρει]] = [[ἄγε]], έλα! έλα [[εμπρός]]! σε Ομήρ. Ιλ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[ἀγρεῖτε]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀγρέω:''' ποιητ. [[τύπος]] του προηγ., μόνο στον ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]], σε [[Σαπφώ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> προστ. [[ἄγρει]] = [[ἄγε]], έλα! έλα [[εμπρός]]! σε Ομήρ. Ιλ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[ἀγρεῖτε]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρέω:''' <b class="num">1)</b> ловить (sc. ἰχθύν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> захватывать, завоевывать (Πριάμου πόλιν Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> imper. при imper. другого глагола = [[ἄγε]] давай, ну: [[ἄγρει]], [[σῶν]] ὀχέων [[ἐπιβήσεο]] Hom. взойди же на свою колесницу; [[ἀγρεῖτε]], [[δῶμα]] κορήσατε Hom. подметите-ка дом.
}}
}}