Anonymous

διαφράζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, Επικ. αόρ. βʹ <i>-πέφρᾰδον</i>· [[μιλώ]] με [[σαφήνεια]], [[ακριβολογώ]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''διαφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, Επικ. αόρ. βʹ <i>-πέφρᾰδον</i>· [[μιλώ]] με [[σαφήνεια]], [[ακριβολογώ]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφράζω:''' (только aor. 2 [[διεπέφραδον]]) рассказывать, излагать (ὥς [[ποτέ]] μοι [[μήτηρ]] [[διεπέφραδε]] Hom.).
}}
}}