Anonymous

δραστήριος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δραστήριος:''' -ον ([[δράω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[ενεργητικός]], [[αποτελεσματικός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τὸ δρ</i>., [[δραστηριότητα]], [[ενεργητικότητα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[αυθάδης]], [[ξεδιάντροπος]], [[θρασύς]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δραστήριος:''' -ον ([[δράω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[ενεργητικός]], [[αποτελεσματικός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τὸ δρ</i>., [[δραστηριότητα]], [[ενεργητικότητα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[αυθάδης]], [[ξεδιάντροπος]], [[θρασύς]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δραστήριος:''' <b class="num">1)</b> деятельный, энергичный, предприимчивый, тж. решительный (ἀνηρ δ. ἐς τὰ πάντα Thuc.; ὁρμῆσαι ἐνεργὸς καὶ δ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> действительный, сильно действующий ([[μηχανή]] Aesch.; [[φάρμακον]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> возбуждающий, поощряющий ([[ἔπαινος]] ἀρετῆς δ., sc. ἐστιν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> дерзкий, дерзновенный: τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια Eur. возмутительные и дерзкие поступки;<br /><b class="num">5)</b> грам. активный, действительного залога (ῥήματα).
}}
}}