Anonymous

δειραχθής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δειραχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), αυτός που βαραίνει τον τράχηλο, σε Ανθ.
|lsmtext='''δειραχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), αυτός που βαραίνει τον τράχηλο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δειραχθής:''' обременяющий шею (Anth. - v. l. [[δειραγχής]]).
}}
}}