3,274,159
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δειραχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), αυτός που βαραίνει τον τράχηλο, σε Ανθ. | |lsmtext='''δειραχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), αυτός που βαραίνει τον τράχηλο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δειραχθής:''' обременяющий шею (Anth. - v. l. [[δειραγχής]]). | |||
}} | }} |