Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμέριστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέριστος]], -ον) [[μερίζω]]<br />αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, [[αδιαίρετος]], [[αμοίραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακέραιος]], [[ολόκληρος]], [[απεριόριστος]]<br />«έχεις αμέριστη την [[αγάπη]] μου», «το [[ενδιαφέρον]] μου [[είναι]] αμέριστο».
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέριστος]], -ον) [[μερίζω]]<br />αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, [[αδιαίρετος]], [[αμοίραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακέραιος]], [[ολόκληρος]], [[απεριόριστος]]<br />«έχεις αμέριστη την [[αγάπη]] μου», «το [[ενδιαφέρον]] μου [[είναι]] αμέριστο».
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμέριστος:''' неделимый ([[οὐσία]] Plat., Arst., Plut., Sext.).
}}
}}