Anonymous

τανύγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύγλωσσος:''' -ον ([[τανύω]], [[γλῶσσα]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[γλώσσα]], [[φλύαρος]], [[κουτσομπόλης]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''τᾰνύγλωσσος:''' -ον ([[τανύω]], [[γλῶσσα]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[γλώσσα]], [[φλύαρος]], [[κουτσομπόλης]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύγλωσσος:''' с длинным языком, т. е. болтливый (κορῶναι Hom.).
}}
}}