Anonymous

ἄποψις: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄποψις:''' -εως, ἡ (ἀπόψομαι, μέλ. του [[ἀφοράω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θέα]], [[θέαμα]], [[ενατένιση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> υψηλό [[σημείο]] ή [[πύργος]] απ' όπου έχει [[κάποιος]] πανοραμική [[θέα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἄποψις:''' -εως, ἡ (ἀπόψομαι, μέλ. του [[ἀφοράω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θέα]], [[θέαμα]], [[ενατένιση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> υψηλό [[σημείο]] ή [[πύργος]] απ' όπου έχει [[κάποιος]] πανοραμική [[θέα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄποψις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> вид, кругозор ([[πεδίον]] [[ἄπειρον]] ἐς ἄποψιν Hom.): ἐκ τῆς ἀπόψεως ὁρᾶν τινα Polyb. иметь в поле зрения, видеть издали кого-л.; ἐν ἀπόψει [[γενέσθαι]] Anth. оказаться на виду;<br /><b class="num">2)</b> вид, внешность (φρικώδη ἄποψιν ποιεῖν τοῖς θεωμένοις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> зрелище (καλὰς ἀπόψεις ἔχειν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> возвышение или вышка Plut.
}}
}}