Anonymous

τρισάωρος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρισάωρος:''' -ον, [[τρεις]] φορές [[άκαιρος]], εξαιρετικά [[πρόωρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τρισάωρος:''' -ον, [[τρεις]] φορές [[άκαιρος]], εξαιρετικά [[πρόωρος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐσάωρος:''' досл. крайне несвоевременный, перен. безвременно умерший Anth.
}}
}}