Anonymous

δυσανασχετέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσανασχετέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i>, [[υποφέρω]] με [[δυσκολία]], [[φέρω]] [[βαρέως]], Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· είμαι [[πολύ]] εξοργισμένος, αγανακτισμένος, [[αδημονώ]], [[ἐπί]] τινι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσανασχετέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i>, [[υποφέρω]] με [[δυσκολία]], [[φέρω]] [[βαρέως]], Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· είμαι [[πολύ]] εξοργισμένος, αγανακτισμένος, [[αδημονώ]], [[ἐπί]] τινι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσανασχετέω:''' <b class="num">1)</b> с трудом переносить, находить невыносимым (τι Thuc., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> быть недовольным, негодовать или сетовать (πρός τι Polyb., Plut. и ἐπί τινι Plut.).
}}
}}