Anonymous

συνδυάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδυάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συνταιριάζω]] ανά [[δύο]], [[ζευγαρώνω]], σε Αριστ. — Παθ., συνταιριάζομαι με [[κάτι]] [[άλλο]], λαμβάνομαι, [[υπολογίζομαι]] ως [[ζεύγος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., ζευγαρώνομαι (λέγεται και για γάμο), [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]], σε [[συνουσία]], [[συνευρίσκομαι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνδυάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συνταιριάζω]] ανά [[δύο]], [[ζευγαρώνω]], σε Αριστ. — Παθ., συνταιριάζομαι με [[κάτι]] [[άλλο]], λαμβάνομαι, [[υπολογίζομαι]] ως [[ζεύγος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., ζευγαρώνομαι (λέγεται και για γάμο), [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]], σε [[συνουσία]], [[συνευρίσκομαι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδυάζω:''' (pass.: aor. συνεδυάσθην, pf. συνδεδύασμαι)<br /><b class="num">1)</b> соединять по два, связывать попарно (τι πρός τι Arst.); pass. сочетаться попарно, спариваться (τινι Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> соединяться попарно, вступать в связь или в союз (τινί Polyb., Sext.).
}}
}}