Anonymous

ἐκνίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκνίζω:''' μέλ. -[[νίψω]] (προερχόμενο από το -[[νίπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]], σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, [[οὐδέποτε]] ἐκνίψῃ τὰ [[πεπραγμένα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθαίρω]], [[εξαγνίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐκνίζω:''' μέλ. -[[νίψω]] (προερχόμενο από το -[[νίπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]], σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, [[οὐδέποτε]] ἐκνίψῃ τὰ [[πεπραγμένα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθαίρω]], [[εξαγνίζω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκνίζω:''' и [[ἐκνίπτω]] (fut. [[ἐκνίψω]])<br /><b class="num">1)</b> омывать, очищать (ψυχήν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> смывать (φόνον φόνῳ Eur.; τὰ ἀνίατα Plat.); med. смывать с себя (τὰ πεπραγμένα Dem.; τὸ θνητόν Plut.).
}}
}}