Anonymous

προσαλείφω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσᾰλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[τρίβω]] ή [[αλείφω]] πάνω σε, <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''προσᾰλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[τρίβω]] ή [[αλείφω]] πάνω σε, <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσᾰλείφω:''' смазывать, натирать (φάρμακόν τινι Hom.; τὰ [[ἄκρα]] τῶν κεράτων Plut.).
}}
}}