Anonymous

ἀριπρεπής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀριπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πολύ]] [[ευπρεπής]], [[μεγαλοπρεπής]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[πολύ]] [[λαμπρός]], [[εκθαμβωτικός]], [[αστραφτερός]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀριπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πολύ]] [[ευπρεπής]], [[μεγαλοπρεπής]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[πολύ]] [[λαμπρός]], [[εκθαμβωτικός]], [[αστραφτερός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριπρεπής:''' <b class="num">1)</b> великолепный ([[αἰγίς]], [[χηλός]], [[ὄρος]], [[ἵππος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> яркий, лучезарный (ἄστρα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> блистательный, славный ([[γενέσθαι]] ἀριπρεπέα Τρόεσσιν Hom.; [[ἀνήρ]] Plut.).
}}
}}