Anonymous

ἐπιστορέννυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστορέννῡμι:''' μέλ. <i>-στρώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστόρεσα</i> ή <i>-έστρωσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στρώνω]] ή [[επιστρώνω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σελώνω, [[σαμαρώνω]], [[φορτώνω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπιστορέννῡμι:''' μέλ. <i>-στρώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστόρεσα</i> ή <i>-έστρωσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στρώνω]] ή [[επιστρώνω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σελώνω, [[σαμαρώνω]], [[φορτώνω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστορέννῡμι:''' <b class="num">1)</b> (на чем-л.) расстилать ([[δέρμα]] αἰγός Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> покрывать (ἡ [[κάμηλος]] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.).
}}
}}