Anonymous

συγκαταλύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταλύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμμετέχω]] ή [[βοηθώ]] στην [[καταστροφή]] ή την [[κατάλυση]], <i>τὸν δῆμον</i>, σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''συγκαταλύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμμετέχω]] ή [[βοηθώ]] στην [[καταστροφή]] ή την [[κατάλυση]], <i>τὸν δῆμον</i>, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταλύω:''' <b class="num">1)</b> совместно уничтожать, одновременно разрушать: σ. τὸν δῆμον Thuc., Lys. участвовать в ниспровержении демократии; σ. κἀκεῖνον αὐτόν Plut. (разделавшись с Цезарем) заодно убить и его самого (т. е. Помпея);<br /><b class="num">2)</b> делать остановку, останавливаться (для отдыха или ночлега) Plut.
}}
}}