προσεμφύομαι: Difference between revisions

4
(6_20)
(4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεμφύομαι''': Παθ., ἐμφύομαι, προσκολλῶμαι ἔτι στενώτερον, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 69.
|lstext='''προσεμφύομαι''': Παθ., ἐμφύομαι, προσκολλῶμαι ἔτι στενώτερον, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 69.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεμφύομαι:''' (aor. 2 προσενέφυν) еще теснее примыкать Diod.
}}
}}