Anonymous

δυσαπολόγητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(9)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαπολόγητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τον υπερασπίσουν<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να απαντήσει<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, [[δυσερμήνευτος]].
|mltxt=[[δυσαπολόγητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τον υπερασπίσουν<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να απαντήσει<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, [[δυσερμήνευτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαπολόγητος:''' который трудно оправдать, непростительный ([[ἁμαρτία]] Polyb.).
}}
}}